- επιδήμιος
- ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)το θηλ. ως ουσ. η επιδημία*αρχ.-μσν.(για νόσο) επιδημικόςαρχ.1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του3. (για πόλεμο) εμφύλιος4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].
Dictionary of Greek. 2013.